τσιλη(μ)πουρδίζω

τσιλη(μ)πουρδίζω
Ν
1. φέρομαι με αυθάδεια, αυθαδιάζω
2. ερωτοτροπώ («και μετά τον γάμο του δεν σταμάτησε να τσιλημπουρδίζει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιληπουρδώ / τσιλημπουρδώ, κατά τη ρ. σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσιλη(μ)πούροδισμα — το, Ν [τσιλη(μ)πουρδίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιλημπουρδίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”